Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Ενάντια στη σιωπή

Συμπιεσμένες ελευθερίες χρόνων
γκριζάρουν την πόλη και κρύβουν τον ήλιο
Μέσα στην ομίχλη ψάχνεις να βρεις
το νόημα της ξαστεριάς
Μέσα στην ξαστεριά φοβάσαι την ομίχλη
που θα απλωθεί σαν ιστός αράχνης
από τις σκοτεινές γωνιές του τσιμέντου
που σκεπάζει τη συνείδηση της πραγματικότητας
Τι εκτός από μια καταιγίδα θα γλυκάνει το τοπίο;
Χιλιάδες κολασμένες σταγόνες έτοιμες να γεμίσουν
το βυθό της ακινησίας και να πλημμυρίσουν
το γόνιμο λιβάδι των ονείρων
που θα πνίξει κάθε παράσιτο του όμορφου
ανθού που θα φυτρώσει

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Ιστορία καθημερινής τρέλας

Καθισμένος προχτές στο τραπέζι της κουζίνας και έτοιμος να σβήσω την πείνα μου, κοίταξα αφηρημένα μια φωτογραφία στην εφημερίδα που είχα στερεώσει απέναντι. Δε θυμάμαι τον τίτλο του άρθρου, άλλα μόνο την εικόνα που απεικόνιζε ένα έλος. Θολά στάσιμα νερά ήταν περικυκλωμένα από φαγωμένες καλαμιές, άρρωστη πρασινάδα πετάγονταν σε διάφορα σημεία και σμήνη με ζωύφια σημάδευαν τον ορίζοντα. Δεν έδωσα έμφαση στην εγκατάλειψη παρά προσπάθησα να φανταστώ πως ήταν πριν ή καλύτερα πως θα μπορούσε να είναι. Ξαφνικά κάτι εισέβαλε στο οπτικό μου πεδίο,τσίγκλησε την άκρη του ματιού μου. Έστρεψα το βλέμμα λοξά και δίπλα στο πιάτο με το φαγητό ξεπρόβαλε μια γαβάθα με το μυαλό μου,έναν ζωντανό εγκέφαλο βυθισμένο σε ουίσκι. Δεν έδωσα σημασία και συνέχισα να κοιτάζω τη φωτογραφία ώσπου ξαφνικά το μυαλό άρχισε να ταράζει τα ήρεμα νερά που έπλεε, σαν κάποιο θαλάσσιο κήτος, χτυπώντας εδώ και εκεί στα τοιχώματα της γαβάθας. 

Αδιαφόρησα πάλι επιστρέφοντας στην εφημερίδα, μα σε μια στιγμή το μυαλό πετάχτηκε έξω και στάθηκε στο μέσο του τραπεζιού.Ενοχλημένος είχα πλέον απέναντί μου αυτήν την παλλόμενη μάζα που με ανάγκασε να σηκωθώ απότομα για να την αρπάξω με γρήγορες κινήσεις. Δεν τα κατάφερνα όμως αφού με επιδέξια άλματα όμοια με ακρίδας ξέφευγε συνεχώς έχοντας επιπλέον το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να καρφωθεί παντού,ακόμα και στο ταβάνι.Οι αναθυμιάσεις οινοπνεύματος που άφηνε πίσω του έκαναν το κυνηγητό μια εύθυμη εμμονή, δεν κατάλαβα πόση ώρα πέρασε μέχρι να καταφέρω να  το γραπώσω. Στεκόμουν με καρφωμένα τα μάτια πάνω στη σάρκα που έμοιαζε με ζωντανό βουνό με ανώμαλες και δυσπρόσιτες διαδρομές ενώ προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει πάλι από τα χέρια μου. Ξαφνικά με υπερφυσική δύναμη με τράβηξε από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη και έπειτα έξω από το ανοιχτό παράθυρο στο μπαλκόνι, όπου αρνιόμουν πεισματικά να το αφήσω, έτσι καταλήξαμε μαζί στο κενό. 

Λίγο πριν γκρεμοτσακιστούμε το ιδιότροπο ζωτικό μου όργανο μας σήκωσε ξανά ψηλά με επιδεξιότητα πτηνού και πλέον πετούσαμε! Μάλιστα, πετούσαμε στον ακάθαρτο ουρανό της πόλης, εγώ πίσω σε οριζόντια στάση πιάνοντας γερά με τεντωμένα χέρια το μυαλό ευθεία μπροστά από το κεφάλι μου. Πριν ακόμα σταθούμε στον αέρα ένιωσα να ζεσταίνομαι, κάτι που σε λίγο έγινε ανυπόφορο. Άργησα,μέσα στον ενθουσιασμό του γεγονότος ότι χρησιμοποιούσα ένα μέσο μεταφοράς που ήταν αδύνατο για τον άνθρωπο,να αντιληφθώ την κατάσταση που επικρατούσε εκεί κάτω.Τα πάντα ήταν παραδομένα στη φωτιά,αλλά με τρόπο που φάνταζαν φυσιολογικά.Οι άνθρωποι διαχέονταν από μια πύρινη αύρα,τα κτίρια τυλιγμένα σε ένα φλεγόμενο πέπλο βαριανάσαιναν σκορπώντας την καυτή ανάσα τους στην ατμόσφαιρα,τα πάρκα και οι πλατείες έπλεαν σε ένα πορφυρό ποτάμι. Χαμηλώσαμε αρκετά,σε σημείο που γίναμε και εμείς μέρος της πόλης,αλλά όλα ήταν διαφορετικά από κοντά.

Η πόλη στέκονταν βυθισμένη στην απόλυτη ακινησία,το μόνο που έδινε ένα τόνο ζωντάνιας ήταν οι έντονες χορευτικές φιγούρες της φωτιάς που αγκάλιαζε καθετί.Γυρίζαμε κάθε τετράγωνο, κάθε γωνιά, το αίσθημα περιέργειας και συνάμα αγωνίας μεγάλωνε ώρα με την ώρα - που πλέον δεν μπορούσε να υπολογισθεί, ο χρόνος είχε χάσει πλέον την ουσία του μιας και η σχετικότητα που αποτελεί το μοναδικό τρόπο αντίληψης του, εξαλείφτηκε μέσα στην ατέρμονη στατικότητα. Εξερευνήσαμε κάθε σπιθαμή αυτού του τόπου μα με απογοήτευση διαπιστώσαμε ότι τίποτα δεν άλλαζε.

Άρχισα να βιώνω το αίσθημα της απόλυτης καταστροφής και κρύος ιδρώτας με έλουσε. Τη θέση της απόγνωσης πήρε η οργή που κυρίευσε όλο μου το είναι και μεμιάς προσπάθησα να ξεκολλήσω τα χέρια μου από το μυαλό. Αποδείχτηκε όμως αδύνατο αφού με κρατούσε τόσο δυνατά σαν να ήμουν δεμένος με ατσάλινες αλυσίδες. Ενώ παρόλες τις προσπάθειες που έκανα να ξεφύγω το μυαλό ατάραχο συνέχιζε την πορεία του,ξαφνικά τινάχτηκε με ορμή προς τα πάνω και ανυψωθήκαμε στον ουρανό. Γύρισα το κεφάλι και έβλεπα την πόλη να συρρικνώνεται,μέχρι που το μυαλό σταμάτησε σε ένα σημείο.Έπειτα συνέβη κάτι αναπάντεχο. Το μυαλό άρχισε να διογκώνεται εξαπολύοντας έναν ανυπόφορο διαπεραστικό ήχο, στη συνέχεια πήρε τη μορφή μιας κατακόκκινης σφαίρας  που μεγάλωνε συνεχώς μέχρι να με κλείσει μέσα της. Ένιωθα την ενέργεια μου να αποσπάται και να μεταφέρεται στη σφαίρα που μεγάλωνε συνεχώς και ταυτόχρονα αποχρωματιζόταν σε ένα λευκό απαλό φως. Σε λίγο είχα τυλιχτεί σε ένα πυκνό ομιχλώδες πέπλο και αιωρούμουνα εκεί για αρκετές στιγμές, δεν είχα αίσθηση που βρισκόμουν, κολυμπούσα στο ατελείωτο λευκό.

Ύστερα το τοπίο καθάρισε και συνειδητοποίησα ότι ήμουν πάλι πάνω από την πόλη με τη διαφορά ότι τώρα στεκόμουν σε ένα ημιδιάφανο βαμβακερό δωμάτιο οβάλ σχήματος. Με το που πήγα να κάνω ένα βήμα ταλαντεύτηκα στο ελαστικό δάπεδο χωρίς να μπορέσω να κρατήσω την ισορροπία μου. Προχωρώντας με τα γόνατα ψηλάφιζα εδώ κι εκεί και παντού άγγιζα το γαλακτώδες ελαστικό υλικό. Ο χώρος ήταν εντελώς άδειος και επικρατούσε απόλυτη ησυχία,το ιδανικό μέρος να χαλαρώσεις,έτσι δεν άργησα να ξαπλώσω μπρούμυτα ρίχνοντας μια ματιά στην πόλη,τίποτα όμως διαφορετικό με πριν.Ενώ ήμουν βυθισμένος σε σκέψεις το δωμάτιο σείστηκε και εκσφενδονίστηκα από τη μια άκρη στην άλλη βλέποντας τη μάζα που με φιλοξενούσε στο εσωτερικό της να διαστέλλεται και να συστέλλεται. Κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε τα τοιχώματα γύρω μου,γαλάζιες ίνες φωτός ξέσπασαν στο εσωτερικό και ένας τρομερός κρότος ακούστηκε έπειτα,κάνοντας με να χάσω προσωρινά την όραση και την ακοή. Με το που συνήλθα,το δωμάτιο είχε πνιγεί στην υγρασία,από παντού έσταζε νερό και ο ίδιος ήμουν μούσκεμα.

Κόλλησα πάλι το πρόσωπο μου προς την πόλη και κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο εσωτερικό ενός σύννεφου. Κατάλαβα ότι κινούμασταν αργά και σταθερά,από το μέρος μου εκτοξεύονταν αμέτρητοι πίδακες νερού. Αυτό που συνέβαινε όμως ήταν φρικτό. Οτιδήποτε ερχόταν σε επαφή με το βρόχινο νερό έσβηνε μεν την πυρκαγιά αλλά έπειτα έλιωνε και αφανίζονταν. Για μια στιγμή όλα φαινόταν να επανέρχονται στο κανονικό,μα την ίδια στιγμή σταματούσαν να υφίστανται. Έβλεπες ανθρώπους να συνέρχονται από το λήθαργο και να μην προλαβαίνουν να συνειδητοποιήσουν το γεγονός αυτό,οτιδήποτε φυσικό ή υλικό είχε την ίδια τύχη. Το σύννεφο συνέχισε μέχρι να εξαφανιστούν τα πάντα αφήνοντας στη θέση της πόλης ένα τεράστιο μαύρο κενό.Έντρομος παρατήρησα το σύννεφο να ξεδιαλύνεται και προσπάθησα να πιαστώ από οπουδήποτε γνωρίζοντας τη ματαιότητα αυτής της κίνησης. Αναπόφευκτα βρέθηκα να διασχίζω το κενό με ταχύτητα συνεχώς αυξανόμενη και άρχισα να αποδομούμαι έως ότου η ύπαρξη μου να γίνει μέρος της αβύσσου.